αισθητισμός

αισθητισμός
Καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με επίκεντρο την Αγγλία. Η λέξη α. που επίσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αι., σήμαινε την αποκλειστική αφοσίωση στην ομορφιά και μάλιστα όπως αυτή βρίσκεται στην τέχνη και σε οτιδήποτε άλλο ελκυστικό στον κόσμο γύρω μας. Η αφοσίωση αυτή συνοδευόταν από την ισχυρή πεποίθηση για τη σπουδαιότητα της ομορφιάς σε σχέση και σε αντίθεση προς τις άλλες αξίες. Πρώτη σημαντική εκδήλωση του ρεύματος αυτού ήταν η προσπάθεια των Άγγλων ζωγράφων Μιλέ, Χαντ και Ροσέτι να επαναφέρουν τις καθαρές μορφές και τις πιστές απομιμήσεις της φύσης, που χαρακτήριζαν τους ζωγράφους πριν από τον Ραφαήλ (1855). Τις νέες ιδέες που μέσα σε τριάντα χρόνια είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους, ακολούθησαν πολλοί διάσημοι ποιητές, κριτικοί και ζωγράφοι, όπως ο Σουίμπουρν, ο Γ. Πάτερ, ο Όσκαρ Γουάιλντ κ.ά. Το ρεύμα επηρέασε ακόμα και την επίπλωση και την ενδυμασία. Στη δεκαετία όμως του 1890-1900 η καλλιτεχνική αυτή σχολή έχασε την ισχύ της.
* * *
ο
αισθητικό ρεύμα τών μέσων τού 19ου αιώνα, που αποτελεί ώς ένα σημείο εξέλιξη τών ρομαντικών ιδεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. esthetisme (< esthete < ελλην. αισθητής) + -isme, πρβλ. -ισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αισθητισμός — ο καλλιτεχνική τάση που εξιδανικεύει και ωραιοποιεί τον αισθητό κόσμο: Ο αισθητισμός πρωτοπαρουσιάστηκε σε αγγλοσαξονικές χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισθησιαρχία — η η αισθησιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τής φιλοσοφίας που πλάστηκε από τον Γρατσιάτο για να αποδώσει στα Ελληνικά το sensualismus < λατ. sensualis, «ο αναφερόμενος στις αισθήσεις, αισθητικός» < sensus «αίσθηση» ο όρος έχει αποδοθεί επίσης και ως …   Dictionary of Greek

  • αισθητικισμός — ο αισθητισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aestheticism < aesthetic (< ελλην. αισθητικός) + ism, πρβλ. ισμός] …   Dictionary of Greek

  • αισθητιστής — ο [αισθητισμός] οπαδός τού αισθητισμού* …   Dictionary of Greek

  • εστετισμός — ο [εστέτ] η καλλιτεχνική και αισθητική κίνηση τού 19ου αιώνα που δημιούργησε ο Άγγλος συγγραφέας Όσκαρ Γουάιλντ, που πίστευε στο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» και δίδασκε ότι η τέχνη δεν πρέπει να επιδιώκει και να υπηρετεί άλλους ηθικούς ή… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”